εντεραλγία

εντεραλγία
η
(ιατρ.), πόνος των εντέρων, εντερόπονος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εντεραλγία — η οξύς πόνος τών εντέρων …   Dictionary of Greek

  • εντεραλγικός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην εντεραλγία (βλ. λ.): Εντεραλγικοί πόνοι. 2. που θεραπεύει την εντεραλγία: Εντεραλγικά φάρμακα. 3. το αρσ. ως ουσ., εντεραλγικός αυτός που πάσχει από εντεραλγία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εντεραλγικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην εντεραλγία ή που τή θεραπεύει («εντεραλγικοί πόνοι», «εντεραλγικά φάρμακα») …   Dictionary of Greek

  • εντερόπονος — ο πόνος των εντέρων, εντεραλγία …   Dictionary of Greek

  • εντερόπονος — ο η εντεραλγία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”